- πρωτοφορώ
- (I)και πρωτοφοράω Νφορώ κάτι για πρώτη φορά.————————(II)-έω, ΝΑνεοελλ.φορώ κάτι για πρώτη φοράαρχ.φέρω κάτι και, ιδίως, πολεμικά εμβλήματα μπροστά σε άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -φορῶ (< -φορος* < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.