πρωτοφορώ

πρωτοφορώ
(I)
και πρωτοφοράω Ν
φορώ κάτι για πρώτη φορά.
————————
(II)
-έω, ΝΑ
νεοελλ.
φορώ κάτι για πρώτη φορά
αρχ.
φέρω κάτι και, ιδίως, πολεμικά εμβλήματα μπροστά σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -φορῶ (< -φορος* < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφόρετος — η, ο, Ν [πρωτοφορώ] (για ένδυμα) αυτός που φοριέται για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφόρημα — ήματος, τὸ, Α [πρωτοφορῶ] ο πρώτος καρπός τής γης …   Dictionary of Greek

  • πτορθοφορώ — έω, Α αντί πρωτοφορῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόρθος «βλαστός» + φορῶ (< φόρος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”